ανάλγητος

ανάλγητος
-η, -ο (Α ἀνάλγητος, -ον)
(για ανθρώπους)
1. αυτός που δεν αισθάνεται πόνο, ο μη ευαίσθητος στους πόνους, αναίσθητος
2. ασυγκίνητος, σκληρόκαρδος, άσπλαχνος, άστοργος
αρχ.
(για πράγματα)
1. αυτός που δεν προξενεί πόνο, λύπη
2. ανηλεής, σκληρός
3. (για πρόσωπα) μη ευαίσθητος, απρόθυμος για εκδίκηση (Θουκ. Γ, 40).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀλγῶ.
ΠΑΡ. αναλγησία
νεοελλ.
αναλγητικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνάλγητος — without pain masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάλγητος — η, ο αυτός που δεν αισθάνεται πόνο, αναίσθητος, άπονος (κυριολ. και μτφ.): Στεκόταν ανάλγητος μπροστά στη δυστυχία των άλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναλγήτως — ἀνάλγητος without pain adverbial ἀνάλγητος without pain masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάλγητον — ἀνάλγητος without pain masc/fem acc sg ἀνάλγητος without pain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλγητότατος — ἀνάλγητος without pain masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλγητότεροι — ἀνάλγητος without pain masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλγήτοις — ἀνάλγητος without pain masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλγήτου — ἀνάλγητος without pain masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλγήτους — ἀνάλγητος without pain masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλγήτων — ἀνάλγητος without pain masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”